- βροντοχτυπώ
- (α) μετ. сбивать с ног с шумом, с грохотом;
βροντοχτυπιέμαι — грохнуться, расшибиться при падении (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροντοχτυπιέμαι — грохнуться, расшибиться при падении (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροντοχτυπώ — 1. χτυπάω δυνατά, θορυβώ 2. χτυπάω κάποιον με πάταγο καταγής … Dictionary of Greek
βροντοχτυπώ — ησα, χτυπώντας ρίχνω κάτω με βρόντο: Ο παλαιστής βροντοχτύπησε τον αντίπαλό του στην παλαίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
βροντοκοπανώ — ( άω) και βροντοκοπανίζω βροντοχτυπώ … Dictionary of Greek
χτυποβροντώ — και κτυποβροντώ, άω, Ν χτυπώ και βροντώ, βροντοχτυπώ, χτυπώ δυνατά και με κρότο κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτυπώ /κτυπώ + βροντώ] … Dictionary of Greek
χτυποβροντώ — και χτυποβροντάω χτυπώ και βροντώ, χτυπώ ισχυρά και επανειλημμένα, βροντοχτυπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)